- τιθυμαλλίς
- τῐθῠμαλλίς, ίδος, ἡ,A = παράλιος, Dsc.4.164, cf. Hp.Superf.28.2 = ἡλιοσκόπιος, Ps.-Dsc.4.14 (p.312 W.).3 τιθυμαλὶς (sic) μυρσινίτης, = τιθύμαλλος θῆλυς, Afric.Cest.p.69 V.; τ. χαρακίτης, = τιθύμαλλος ἄρρην, ib.p.81 V.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.